σοκάκι, το
Ερμηνεία:
[στενό δρομάκι]
Ετυμολογία:
[<αραβική zuqâqزقاق < τουρκική sokak σοκάκι (δρόμος, οδός, μικρός και στενός δρόμος )]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|