σκιά, ἡ
Ερμηνεία:
[το είδωλο ενός αντικειμένου, που σχηματίζεται στο έδαφος, όταν στο αντικείμενο προσπέσει φως, το μέρος ενός αντικειμένου στο οποίο δεν προσπίπτει φως κιέτσι δεν φαίνεται φωτισμένο]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) σκιή (η σκιά, ο ίσκιος), Καινή Διαθήκη 7 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
….. Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|