σάλι, τό
Ερμηνεία:
[Περσική λέξη (schāl), τετραγωνικό κομμάτι μεταξωτού ή βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος, με το οποίο άνδρες ή γυναίκες καλύπτουν τους ώμους τους]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον… [Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|