ρέμα ρέμα, τὸ
Ερμηνεία:
[του ρέματος, τα ρέματα]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) ρεῦμα < (Όμηρ.) ρέω (μικρός χείμαρος, κοίτη ποταμού)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα..[Ο έρωτας στα χιόνια].
...ἐβαδίζομεν εἰς τοῦ Αχειλά τὸ ποτάμι, τον κατήφορον, τὸ ρέμμα-ρέμμα. …(προφανώς ο Αχειλάς ήταν ξεροπόταμο και πορεύονταν, ακολουθώντας την κοίτη του) [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|