πάγῃ, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄ενικό πρόσωπο ενεστ. υποτακτ. του πάω (πηγαίνω)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ὑπάγω (οδηγώ από κάτω <Μαισαιων. Από τον παρατατ. ὑπήγον και τον αορ. ὑπήγαγον]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|