πρόσωπα, τά
Ερμηνεία:
[το πρόσωπο του προσώπου, τα πρόσωπα, των προσώπων [1. το μέρος της κεφαλής που περιλαμβάνει τα μάτια, τη μύτη, το μέτωπο, το πιγούνι. 2. κάποιο άτομο]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) πρόσωπον [προς + ἡ ὤψ, τῆς ὠπός (όψη, πρόσωπο), Καινή Διαθήκη 74 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ, ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς ...
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|