πονηροὺς, τούς
Ερμηνεία:
[ο πονηρός, -ά, όν (ο πανούργος, ο δόλιος, ο διαβολικός, ο ευφυής με δυνατότητα να κάνει το κακό ή να αντιληφθεί τους πονηρούς, αυτός που δεν τον ξεγελάς εύκολα, ο εκ φύσεως κακός, ο διαβολικός)]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) πονηρός (επίπονος, κοπιώδης) < (Όμηρ.) πονέω, πονέομαι (δουλεύω, κοπιάζω, εργάζομαι, , ασχολούμαι), Καινή Διαθήκη 78 φορές (ο διάβολος)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς…[Πάσχα Πωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|