πλοῖον, τό
Ερμηνεία:
γεν. του πλοίου [πλωτό μέσο πλεούμενο, καράβι]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) πλέω < πλοῖον, [Καινή Διαθήκη 66 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|