περιτροπῆς, τῆς
Ερμηνεία:
[η περιτροπή (εναλλαγή, διαδοχή) .Βλ. εκ περιτροπής
Ετυμολογία:
[<περιτρέπω < περί + τρέπω (κάνω κάποιον να μεταβάλλει κατεύθυνση)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
. ... καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|