πελατείαν , τὴν
Ερμηνεία:
[πελατεία, η το σύνολο των ατόμων που αγοράζουν ή καταναλώνουν προϊόντα από κάποιο κατάστημα ή ζητούν και δέχονται υπηρεσίες από κάποιον ελεύθερο επαγγελματία]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) πελάζω (πλησιάζω κάποιον)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα ...[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|