παραμοναί, αἱ
Ερμηνεία:
(η παραμονή, της παραμονής, των παραμονών) [η διαμονή κάποιου σε κάποιον τόπο, η χρονική περίοδος που μένει κάποιος κάπου ή σε κάποια κατάσταση, η ημέρα πριν από κάποια θρησκευτική ή εθνική γιορτή]
Ετυμολογία:
[ < (Όμηρ.) παραμένω (μένω πλησίον κάποιου, μένω στον τόπο μου, εμμένω, εγκαρτερώ)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|