παραθαλάσσιον, τὴν
Ερμηνεία:
(παραθαλάσσιος, -ος, -ον) [αὐτὸς ποὺ βρίσκεται στην παραλία, ὁ παραλιακὸς ἢ παράλιος]
Ετυμολογία:
[< παρά + θαλάσσιος, (Καινή Διαθήκη, Ματθ. 4,13)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν,... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|