παπάς, ὁ
Ερμηνεία:
(πλ. οἱ παπάδες) [γράφεται καὶ παππάς, ἱερέας, κληρικός, ὁ ἱερέας τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος φοράει ῥάσα]
Ετυμολογία:
[< Μεσαιών. παππὰς < (΄(Όμηρ.) ὁ πάππας (ὁ πατέρας ὅπως τὸν προσφωνοῦσαν τὰ μικρὰ παιδιὰ)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, κῖ ὁ παπᾶς χειρομυλίζει …[Ὁ ἔρωτας στα χιόνια]
…. Τι δευτέρωσες, παπᾶ; …[Ἄσπρη σαν τὸ χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|