παιδί, τὸ
Ερμηνεία:
(τὰ παιδιά) [άτομο του οποίου η ηλικία βρίσκεται μετά τη βρεφική και μέχρι το τέλος της εφηβικής ηλικίας, άτομο μικρής ηλικίας, το ανήλικο νομικά άτομο]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ο παις, του παιδός (Κ.Δ. 24 φορές) < υποκοριστικό το παιδίον (Καινή Διαθήκη 52 φορές) < παιδί]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|