πέραν
Ερμηνεία:
[τοπικό επίρρ. (από την απέναντι πλευρά, μακριά από)]
Ετυμολογία:
[< Αισχύλος, Καινή Διαθήκη . 23 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|