νὸν
Ερμηνεία:
[Ιταλικά non (αρνητικό μόριο δεν][Πάσχα Ρωμέϊκο]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... «Ἰλ τραδιτόρε νὸν ἂ κομπασσιόν, ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπηση».[Πάσχα Ρωμέϊκο (1891)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|