νύκτα, ἡ
Ερμηνεία:
[το σκοτάδι, το διάστημα του χρόνου που μεσολαβεί από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιο]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ἡ νύξ, τῆς νυκτός, Καινή Διαθήκη . 61 φορές < Μεσαιων. νύκτα, νύχτα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|