νοῦς, ὁ
Ερμηνεία:
[η λειτουργία του εγκεφάλου, η δύναμη της πνευματικής αντίληψης και της βούλησης και το προϊόν της, η φρόνηση, η σύνεση, η γνώση, ψυχή, γνώμη, σκοπός, απόφαση]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.), Καινή Διαθήκη 24 φορές < ὁ νόος , νοῦς (τοῦ νοός, νοΐ, νοῦν, οἱ νόες, τῶν νοῶν)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Τὸ δευτέρωσες, παπά;. Τοῦ Γιαννάκη βεβαίως θὰἐπήγαινεν ὁ νοῦςτου εἰς τὸ δευτέρωμα τῶν ἀμπέλων, τὸ καλούμενον καὶ δισκάφισμα..[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|