μ’
Ερμηνεία:
[με (εμένα), αιτιατική α΄προσώπου ενικούτηςπροσωπικής αντωνυμίας εγώ (ονομαστ. εγώ, γεν. εμένα (μου) αιτιατ. εμένα (με)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) εγώ, Καινή Διαθήκη: 1713 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Τότε μ᾿ ἐβίασε φιλικῶς νὰ λάβω ὀνάριον, τὸὁποῖον ἐσταμάτησεν εἰς τὸν δρόμον. Ἦτο μεγαλόσωμον μὲ κοκκινωπὸν σποδοβάϊον* τρίχωμα ... …[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|