μετοχή, ἡ
Ερμηνεία:
[η συμμετοχή, χρηματικός τίτλος, ο οποίος αντιπροσωπεύει τμήμα του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, συμμετέχω, έχω μερίδιο σε κάτι]
Ετυμολογία:
[(Θέογνις, Αισχύλος, Ξενοφών, Πίνδαρος, Ηρόδοτος) μετέχω, Καινή Διαθήκη: 2η επιστολή προς Κορινθίους του Απ. Παύλου 6,14]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦπλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|