μερδικά, τά
Ερμηνεία:
[το μερδικό (μερτικό, μερίδιο, μερίδα, το μέρος από ένα σύνολο που το δικαιούται κάποιος]
Ετυμολογία:
[< (Μεσαιων.) μερτικόν < (Όμηρ.) μερίζω (μοιράζω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|