μεθυσμένος, -η, -ο
Ερμηνεία:
(αυτός που έχει λάβει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού και έχει περιπέσει σε μέθη]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) μεθύω < το μέθυ, του μέθυος (το ποτό)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|