μεγαλόσωμον, τό
Ερμηνεία:
[μεγαλόσωμος, -η, -ο (αυτός που έχει σώμα με διαστάσεις μεγαλύτερες από το συνηθισμένο]
Ετυμολογία:
[βλ. μεγάλος + (Όμηρ.) τό σῶμα (το κορμί), Καινή Διαθήκη 142 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Ἦτο μεγαλόσωμον μὲ κοκκινωπὸν σποδοβάϊον* τρίχωμα, ὅλως ἀσυνήθους χρώματος ... [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|