μάγουλά, τὰ
Ερμηνεία:
[το μάγουλο, του μάγουλου (το πλάγιο τμήμα του προσώπου, δεξιά και αριστερα της μύτης και του στόματος)
Ετυμολογία:
[< Μεσαιωνικό, μάγουλον (Λατιν. Magulum (γνάθος, στόμα)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της…. [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|