λευκοφορεμένης, τῆς
Ερμηνεία:
[λευκοφορεμένη (αυτή που είναι ντυμένη στα λευκά, δηλαδή φοράει λευκά ενδύματα)]
Ετυμολογία:
[< λευκο- (<(Όμηρ.) λευκαίνω (ασπρίζω), Καινή Διαθήκη 25 25 φορές) + φορεμένος (αυτός που έχει φορεθεί) < (Όμηρ.) φορήμεναι < φορέω, -ώ (φέρω, φορώ)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…. ν᾿ αὐτοσχεδιάσω ἓν δίστιχον πρὸς ἔπαινον μιᾶς λευκῆς καὶ λευκοφορεμένης. [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|