λαφοκυνηγήσῃ, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄προσωπο ενεστ. υποτακτικής αορίστου του ρ. λαφοκυνηγώ (κυνηγώ ελάφια)]
Ετυμολογία:
[<(Ομηρ.) ἔλαφος< ἐλάφι (είτε αρσενικό, είτε θηλυκό, η ελαφίνα < λάφι + κυνηγώ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Κα ὶ ὕστερα, νομίζω, τὸ Βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ εἰς τέτοιον καιρόν… [Άσπρη σαν το χιόνι].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|