κρασὶ, τὸ
Ερμηνεία:
(του κρασιού, τα κρασιά, των κρασιών) [ο οίνος, το προϊόν της ζύμωσης του γλεύκους (μούστου) των σταφυλιών. Ο οίνος δεν περιέχει νερό και λέγεται και άκρατος. Το κρασί είναι ανάμειξη οίνου και νερού (κεκραμένος οίνος). Σήμερα ο κάθε οίνος λέγεται κρασί, με εξαίρεση τον οίνο της αγίας Κοινωνίας της Ορθόδοξης εκκλησίας, ο ονομαζόμενος Νάμα]
Ετυμολογία:
[< Μεσαιωνικό (το κρασίον < η κρᾶσις (η ανάμειξη) < (Όμηρ.) κεράννυμι (κερνώ, κιρνώ, συγκιρνώ, μιγνύω, ανακατώνω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
....Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|