κοιμητήρι, τό
Ερμηνεία:
[το κοιμητήριο, το νεκροταφείο]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) κοιμάω < κοιμώμαι < κοιμάμαι]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|