κατεβαίνει
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο παρατ. ὁ ριστ. τοῦ καταβαίνω (βλ. κατεβαίνω)]
Ετυμολογία:
[<Ομηρ καταβαίνω < κατά + βαίνω (βαδίζω, πορεύομαι) < Μεσαιων. κατεβαίνω, Καινή Διαθήκη 88 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Ποιὰ εἶν᾿ ἐκείνη ποὺ κατεβαίνει ἀσπροντυμένη - ἀπ᾿ τό βουνό.. [Ἄσπρη σὰν τὸχιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|