κατέβαινεν
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο παρατ. ὁ ριστ. τοῦ καταβαίνω (βλ. κατεβαίνω)]
Ετυμολογία:
κατεβαίνω [<(Όμηρ.) καταβαίνω (διέρχομαι κάτι, μεταβαίνω από ένα υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο) < κατά + βαίνω (βαδίζω, πορεύομαι) < Μεσαιων. κατεβαίνω, Καινή Διαθήκη 88 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ...[ Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια (1895)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|