καλύψῃ, νὰ
Ερμηνεία:
(να σκεπάσει) [γ΄ενικό. πρόσωπο. αορ. υποτακτ. του ρ. καλύπτω (σκεπάζω, κουκουλώνω, κρύβω, προστατεύω,]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) καλύπτω < Καλυψώ (αυτή που κρύβει), Καινή Διαθήκη: 8 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… : Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|