καιρός, ὁ
Ερμηνεία:
[του καιρού, οι καιροί, των καιρών][ατμοσφαιρική κατάσταση, χρονική περίοδος, χρόνος ωρίμανσης καρπών, χρονική περίοδος στο παρελθόν, διαθέσιμος χρόνος]
Ετυμολογία:
[< Όμηρος), καίριος (αυτός που γίνεται στον καιρό του), Καινή Διαθήκη: 85 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ...[ Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|