καθώς
Ερμηνεία:
[σύνδεσμος που σημαίνει όπως]
Ετυμολογία:
[< Καινή Διαθήκη: 178 φορές , καθ- (κατά-) + ως (χρονικό ή τροπικό)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Ξαναμμένος καθὼς ἤμην ἐγώ, ὀχούμενος ἐπάνω εἰς τὸ Κοκκινέλι, μοῦ ἦλθε νὰ ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|