καθημερινὸν, τον
Ερμηνεία:
[καθημερινός, -ή, -ό (αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε μέρα]
Ετυμολογία:
[< καθ’ ἡμέραν]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκον του…[Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|