θαμβά
Ερμηνεία:
[επιρρ. όχι καθαρά, σκοτεινά, φαίνεται ωσάν να καλύπτεται από αραιό σύννεφο]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ. το θάμβος (θαυμασμός έκπληξη, έκσταση), Καινή Διαθήκη: 3 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|