θάνατος, ο
Ερμηνεία:
(του θανάτου) [το τέλος της ζωής][< (Όμηρ.) θάνατος (στην Ελληνική Μυθολογία ο θάνατος είναι αδελφός τού ύπνου),Καινή Διαθήκη: 120 φορές]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
....κ’ ἕνας θάνατος θα μας ξεχωρίση. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|