εὔμορφος, -η -ο
Ερμηνεία:
[ο όμορφος, αυτός που έχει ωραία μορφή]
Ετυμολογία:
[< Ηροδ. Αισχ., εὐ (καλόν) + μορφή]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος... [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|