εὐρώστου, του
Ερμηνεία:
[εύρωστος, -ος, -ον, του ευρώστου, οι εύρωστοι, των ευρώστων (ο ρωμαλέος, αυτός που έχει μεγάλη σωματική δύναμη)]
Ετυμολογία:
< (Ξενοφών) εὔρωστος < εὐ (καλώς) + ρωστός < ρώννυμι (κάνω κάποιον δυνατό ή ισχυρό]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
ἵππευε µεγαλοπρεπῶς ἐπὶ εὐρώστου ἡµιόνου. Ξαναµµένος, καθὼς ἤµουν . [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|