εἶμαι
Ερμηνεία:
[ά πρόσωπο ενικού του οριστικής του βοηθητικού ρήματος εἶμαι] [(υπάρχω, υφίσταμαι)]
Ετυμολογία:
[< Μεσαιωνικά Ελληνικά εἶμαι < (Όμηρ.) εἰμί, Καινή Διαθήκη: 2450 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι] [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|