εἶδος, τό
Ερμηνεία:
[του είδους, τα είδη (μορφή, τύπος]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) Καινή Διαθήκη: 5 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη…. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|