εμάτιασε
Ερμηνεία:
[γ΄προσ. αορ. του ρ. ματιάζω (βασκαίνω, ρίχνω τα μάτια μου, σημαδεύω, επηρεάζω άσχημα, βάπτω κάποιον ρήχνοντας του βλέμμα που συνοδεύεται από φθόνο ή ζηλοφθονία ή μίσος]
Ετυμολογία:
[< Μεσαιων. το μάτιν < το μάτι < (Αρχ.) το ομάτιον <το όμμα (βλέμμα)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...κ᾿ ἔρριξε μίαν τουφεκιὰν ἐπάνω στοὺς χιονισμένους κάμπους καὶ στὰ λιβάδια καὶ στὰ πλάγια τῶν βουνῶν κ᾿ ἐμάτιασε* μίαν ἔλαφον...[΄Ασπρη σαν το Χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|