εγήρασε
Ερμηνεία:
[τρίτο ενικό προ.αορίστου του ρ. γηράσκω (εγήρασα, εγήρασες, εγήρασε, εγηράσαμεν, εγηράσατε εγήρασαν) [(γίνομαι γέρος, αρχίζω να γερνώ]
Ετυμολογία:
[< γήρας < γηράω <(Όμηρ.) γηράσκω. Καινή Διαθήκη: 2 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ὅταν ἐγήρασέ τις, οὔτε «ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι», οὔτε «κόκκινη σὰν τὸ αἶμα», τίποτε...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|