δυσωδίαν, τὴν
Ερμηνεία:
[Η δυσωδία είναι μια πολύ δυσάρεστη οσμή]
Ετυμολογία:
[δυσώδης < δυς (πρώτο συνθετικό λέξεων που σημαίνει δυσχέρεια ή αναίρεση ή κακή κατάσταση) + ὄζω (μυρίζω, αναδίδω οσμή, εκπέμπω ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρωδιά)] άσχημη μυρωδιά, βρόμα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του,… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|