διαφόρων, τῶν
Ερμηνεία:
[διάφορος, -ος, -ον (αυτός που διαφέρει από άλλον ή άλλους,, ποικίλος. Στον πληθυντικό οι διάφοροι σημένει μερικοί, κάποιοι, πολλοί]
Ετυμολογία:
[Καινή Διαθήκη: διάφορος 4 φορές < (Όμηρ.) διαφέρω (είμαι διαφορετικός από άλλον ή άλλους, υπερέχω από άλλους)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… γενομένου ποτέ λόγου περί μητροπολιτών διαφόρων παροικιών…[Άσπρη σαν το χιόνι]
… διαφόρων χρωμάτων…, Πάσχα Ρωμέϊκο
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|