δημῶδες, τό
Ερμηνεία:
[αυτό που προέρχεται και χρησιμοποιείται από το δήμο, το λαό, το λαϊκό]
Ετυμολογία:
[<(Αρχ.) δημώδης, -ης, -ες]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες: Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει. Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|