δευτέρωμα, το
Ερμηνεία:
[αυτό που επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) δεύτερος (αυτός που είναι μετά τον πρώτο, χρονικά, ήστην τάξη ή στην αξία) < δευτερόω, ώ <Μεσαιων. το δευτέρωμα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Τοῦ Γιαννάκη βεβαίως θὰ ἐπήγαινεν ὁ νοῦςτου εἰς τὸ δευτέρωμα τῶν ἀμπέλων, τὸ καλούμενον καὶ δισκάφισμα. [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|