δίστιχον, το
Ερμηνεία:
[δίστιχος, -η, -ο (αυτός που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο αράδες ή γραμμές (βλ. στίχος). Το ουσιαστικό δίστιχο σημαίνει το δίστιχο της ελεγειακής ποίησης, που αποτελείται από ένα εξάμετρο και ένα πεντάμετρο στίχο, όπως η μαντινάδα, το λιανοτράγουδο, κλπ]
Ετυμολογία:
[< δι- + στίχος]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Μίαν φορὰν ἔτυχε ν᾿ αὐτοσχεδιάσω ἓν δίστιχον, πρὸς ἔπαινον μιᾶς λευκῆς καὶ ..[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|