γυναῖκά, τὴν
Ερμηνεία:
[η γυνή, της γυναικός, την γυναίκα, αι γυναίκες, των γυναικών (1. άτομο θηλυκού γένους, που χαρακτηρίζεται ως γυναίκα μετά την εφηβεία και μέχρι το τέλος της ζωής της. 2. Η σύζυγος κάποιου]
Ετυμολογία:
< Μεσαιων. γυναίκα < (Όμηρ.) η γυνή, Καινή Διαθήκη: 209 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|