γυμνὰ, τὰ
Ερμηνεία:
[πλ. του ουδέτερου του επιθέτου γμνό], [βλ. γυμνός] γυμνὰ, τὰ, [πλ. του ουδέτερου του επιθέτου γμνό], [βλ. γυμνός]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|