γυμνός, -ή, -ό
Ερμηνεία:
[αυτός που δεν φοράει οποιοδήποτε ένδυμα, γδυτός]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) γυμνός, Κ:αινή Διαθήκη: 15 φορές, Λουκ., Μαρκ. 14,51, Ιωανν. 21,7]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|